αδιείσδυτος

αδιείσδυτος
-η, -ο [διεισδύω]
1. αυτός που δεν διείσδυσε, που δεν εισχώρησε κάπου
2. αυτός στον οποίο δεν εισχώρησε ή δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιείσδυτος — η, ο εκείνος στον οποίο δεν εισχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να εισχωρήσει: Στο σημείο εκείνο το δάσος ήταν κυριολεκτικά αδιείσδυτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”